- ἐπιδείξαι
- ἐπιδείξαῑ , ἐπιδείκνυμιexhibit as a specimenaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιδεῖξαι — ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίδειξαι — ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
показати — ПОКА|ЗАТИ1 (765), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. 1.Дать возможность увидеть, показать: Отъкрыите ларѣ и покажѣте ˫а чл҃вкѹ ономѹ чьто ѥмѹ хранѧть. (δείξατε) Изб 1076, 272; посылаѥть ѥ скорѣѥ къ поминаномѹ воѥводѣ въсточьномѹ. томꙊ самомѹ шьдъшѹ къ ст҃омꙊ вел˫ащѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίδειγμα — ἐπίδειγμα, τὸ (Α) [επιδεικνύω] 1. υπόδειγμα, πρότυπο («σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα», Πλάτ.) 2. αξιόλογο, χαρακτηριστικό μάθημα («καλὸν δ’ ἐπίδειγμα καὶ τοῦτο λέγεται κῦρος ἐπιδεῖξαι Κροίσῳ», Ξεν.) 3. σημάδι («ἣν [ὑδρίαν] οὐχ ὡς ἀνάθημα Θεοῡ καλόν,… … Dictionary of Greek
επερωτώ — (AM ἐπερωτῶ, άω) νεοελλ. υποβάλλω επερώτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία αρχ. μσν. ρωτώ, ζητώ να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῑν καὶ ὅ, τι μή», Ξεν.) μσν. (νομ.) συμφωνώ με ομολογία αρχ. 1. ρωτώ 2. προβάλλω ερώτηση,… … Dictionary of Greek
κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
οσσήξαι — ὀσσῆξαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιδεῑξαι» … Dictionary of Greek
ՄԱԿԱՅԵՄ — ( ) NBH 2 0192 Chronological Sequence: 6c ՄԱԿԱՅԵԼ. ըստ յն. մակցուցանել. ἑπιδεῖξαι demonstrare. Մակ կայացուցանել. ʼի վերայ բերելով հաստատել. ապացուցանել. *Ի վերայ թուոյ ոչ ոք գտցէ մակայել, իբր թէ մասնկունքն սորա գիր ինչ ունին առ միմեանս, կամ կան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)